- πολύχωρος
- -η, -ο / πολύχωρος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που χωρά πολλούς ή πολλά2. αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία έκταση ή εμβαδόν, ευρύχωρος3. αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που είναι χωρισμένος σε πολλά τετράγωνα ή διαμερίσματαμσν.-αρχ.(σχετικά με το πνεύμα) αυτός που είναι ευρύς («τῷ πολυχώρῳ τῆς διανοίας ἐναποτιθέμενος ἕκαστα», Στουδ. Θεόδ.)αρχ.φρ. «πολύχωροι ἀριθμοί» — μεγάλοι, στρογγυλοί ως προς την τάξη αριθμοί.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ευρύ-χωρος)].
Dictionary of Greek. 2013.